Γιατί στην «κοινωνία της αγένειας» δεν μάθαμε να σεβόμαστε τους άλλους

Γιατί στην «κοινωνία της αγένειας» δεν μάθαμε να σεβόμαστε τους άλλους
Γιώργος Σιακαντάρης | ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 08:00 | εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ
Κάνω συχνά τις διακοπές μου σε μια παραλία που βρίσκεται κοντά στις Αλκυονίδες νήσους, από τη μεριά των ακτών της Βοιωτίας. Εκεί στα καταστήματα της περιοχής κάθε Σαββατοκύριακο, αλλά όχι μόνο, από τις 11 τη νύκτα μέχρι τις 5 το πρωί, σε υπαίθριους χώρους, γίνεται ένα παιχνίδι ανταγωνισμού για το ποιος θα παίξει πιο δυνατά «ζωντανή» μουσική, δημιουργώντας μια ηχητική κόλαση για τους μη θαμώνες τους, αλλά ίσως και για τους θαμώνες τους. Τη λήξη του «ζωντανού» θορύβου ακολουθούν οι φωνές και τα μαρσαρίσματα των κορυβαντιώντων. Και αν φυσικά κανείς νομίζει πως μετά «η φύση ησυχάζει» και μπορεί ανενόχλητος να αφεθεί στην αγκάλη του Μορφέα, πλανάται πλάνην οικτράν. Γιατί τότε πρωί πρωί έρχεται ο «παλιατζήης», ο «ψαράαας», ο «μανάβηης», οι οποίοι φυσικά δεν αρκούνται στο να διαλαλούν την πραμάτεια τους, αλλά αισθάνονται και την υποχρέωση να χορηγήσουν στους παραθεριστές ισχυρές δόσεις από τις μουσικές τους προτιμήσεις.
Τελειώνουν εδώ οι αυθαιρεσίες των «καταστηματαρχών»; Φυσικά όχι. Αυτοί κατά την ημέρα, εκτός από τη χρήση των ηχείων τους στη διαπασών, φροντίζουν να «εξαπλώνουν» τα τραπεζάκια και τις ξαπλώστρες τους κατά μήκος της παραλίας, σε δημόσιους κατά τα άλλα χώρους – ενώ η Αστυνομία και οι δημοτικές Αρχές πετούν το μπαλάκι της τήρησης της νομιμότητας ο ένας στον άλλο.
Η ηχορρύπανση και η κατάληψη των δημόσιων χώρων αποτελεί την άλλη όψη του νομίσματος, του οποίου η πρώτη όψη είναι η φοροδιαφυγή. Το πρόβλημα δεν αφορά μόνο τη διασκέδαση των νεόπλουτων με τα Καγιέν, αλλά και αυτή της «μικρομεσαίας» κοινωνίας. Και οι δύο δεν σέβονται τα όρια μεταξύ της ιδιωτικής ευχαρίστησης και της δημόσιας ενόχλησης. Εδώ το δίλημμα δεν είναι το προφανές, ότι δηλαδή σε μια κοινωνία πολύπλοκη νομιμοποιούνται και ο Χατζιδάκις και το ποπ σκυλάδικο, αλλά το γεγονός πως η κουλτούρα του ποπ σκυλάδικου αποτελεί δημοφιλές δείγμα της κυρίαρχης κουλτούρας της αδιαφορίας για τη διάκριση μεταξύ του ιδιωτικού και του δημόσιου χώρου. Το πρόβλημα δεν αφορά τις ελίτ ούτε τους μικρομεσαίους. Αφορά το γενικευμένο πνεύμα μιας κοινωνίας της αγένειας, η οποία δεν σέβεται τους κανόνες της αρμονικής κοινωνικής συμβίωσης.
Το να ανεχόμαστε τους φακελάκηδες γιατρούς οι οποίοι με θράσος επικαλούνται την αγορά για την πράξη τους ξεχνώντας βεβαίως τον όρκο του Ιπποκράτη, το να εξεγειρόμαστε κατά των υπαλλήλων του ΣΔΟΕ και όχι κατά των παρανομούντων καταστηματαρχών, το να ανεχόμαστε τη μαύρη εργασία, το να κρατάμε το κινητό μας ανοικτό σε ημερίδες, το να βροντοχτυπάμε το κομπολόγι μας στις κινηματογραφικές αίθουσες, το να μιλούμε στον ενικό σε αγνώστους ή σε ανθρώπους που μόλις γνωρίσαμε, το να καθόμαστε στην αριστερή πλευρά της κυλιόμενης σκάλας στο μετρό, όλα αυτά είναι δείγματα της αδιαφορίας για τον δημόσιο χώρο.
Η αδυναμία διάκρισης του ιδιωτικού από το δημόσιο είναι αποτέλεσμα της μη ενσωμάτωσης σε ευρύτερα «ανώτερα», «μεσαία» και «κατώτερα» στρώματα της αναγκαίας, για την ανθρώπινη συμβίωση, κουλτούρας του εσωτερικού ηθικού καταναγκασμού. Η απουσία αυτής της κουλτούρας συντομεύει τον δρόμο από την αγένεια έως την υποστήριξη του χρυσαυγίτικου κόμματος. Αυτή η υποστήριξη ναι μεν ολοκληρώνεται πολιτικά στα «εργαστήρια» της οικονομικής κατάρρευσης και της αναξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος, αλλά το έδαφος πάνω στο οποίο καλλιεργείται, δεν είναι τόσο ο ρατσισμός ή ο φιλοναζισμός αλλά η αδιαφορία για τη διάκριση μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού χώρου και για τα δικαιώματα των άλλων – αυτά, βεβαίως, δεν είναι φασισμός, αποτελούν όμως το θερμοκήπιό του.
Πάντως δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι διαχρονικά, στα διάφορα εγχειρίδια εκμάθησης της αγγλικής γλώσσας, συναντά κανείς με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους φράσεις που συνιστούν στον άλλο να κάνει ησυχία στους δημόσιους χώρους. Αυτή είναι η διαφορά μεταξύ της κοινωνίας της εσωτερικής ενσωμάτωσης της ηθικής και της κοινωνίας της αγένειας.
Δεν ονειρεύομαι φυσικά παραλίες γεμάτες με Μότσαρτ που θα διαβάζουν Τόμας Μαν. Αλλά παραλίες με ανθρώπους που θα σέβονται τον δημόσιο χώρο δεν είναι δα και τόσο μεγάλο όραμα. Για μια κοινωνία όμως, στην οποία, αντιθέτως από ό,τι πιστεύεται, το ιδιωτικό καταδυναστεύει το δημόσιο, μάλλον ζητάω πολλά.
Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι κοινωνιολόγος – συγγραφέας

2 thoughts on “Γιατί στην «κοινωνία της αγένειας» δεν μάθαμε να σεβόμαστε τους άλλους”

  1. Εξαιρετικό άρθρο. Να προσθέσουμε και το φαινόμενο της ευαισθητοποίησης των περισσοτέρων μόνο τη στιγμή που το πρόβλημα χτυπήσει την πόρτα τους. Όταν βιώσουμε το πρόβλημα μόνο, συνειδητοποιούμε τη σοβαρότητά του και τις επιπτώσεις του σε όλα τα επίπεδα της ζωής μας. Αλλιώς, οι παθόντες αντιμετωπίζονται ως “περίεργοι”, γραφικοί, ξενέρωτοι κτλ. εισπράτωντας στην καλύτερη περίπτωση την ειρωνία και στη χειρότερη απειλές και εκβιασμούς. Αυτοί είμαστε.

    Απαιτούμε, εν μέσω κρίσης και γενικής εξαθλίωσης, το σεβασμό ολόκληρων άλλων κρατών, αλλά αδυνατούμε να σεβαστούμε εμείς οι ίδιοι στο ελάχιστο τον γείτονα και τον συμπατριώτη μας. Μεγάλο μέρος της απάντησης στο ερώτημα “πως φτάσαμε εδώ” βρίσκεται μπροστά μας. Συνωμοσιολόγοι, οικονομικοί αναλυτές του ποδαριού και λοιποί “ειδικοί” και “γνωρίζοντες” ας στρέψουν το βλέμα τους αλλού.

  2. αυτη η παραλια ισως ειναι περιπτωση
    αλλα γενικως αυτο που χαλει την ησυχια σε καθε παραλια ειναι ο καθε γ@μ/νος ρακετακιας τακ τουκ τακουκ πανω απο την ξαπλοστρα δεν εχει μετιποτ αλλο να παιξη…

Leave a Comment